γαλατερός

γαλατερός
η , ό
1) молочный (о скоте, продуктах, блюдах); 2) молочной спелости (о зерновых и т. п.); 3) молочно-белый (о коже)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γαλατερός" в других словарях:

  • γαλατερός — ή, ό βλ. γαλακτερός …   Dictionary of Greek

  • γαλατερός — ή, ό βλ. γαλακτερός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμολγαίος — ἀμολγαῖος, α, ον (Α) [ἀμολγός] 1. παρασκευασμένος από γάλα 2. γεμάτος από γάλα, γαλατερός (μαστός) 3. ψωμί από αλεύρι ποιότητας …   Dictionary of Greek

  • γαλακτερός — και γαλαχτερός και γαλατερός, ή, ό 1. ο γεμάτος γάλα 2. ο κατασκευασμένος από γάλα 3. (για φυτά) εκείνος που έχει γαλακτώδη χυμό 4. αυτός που έχει το χρώμα τού γάλακτος 5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γαλακτερά γλυκίσματα ή φαγητά με κύριο… …   Dictionary of Greek

  • γαλακτερός — γαλακτερός, ή, ό και γαλαχτερός, ή, ό και γαλατερός, ή, ό 1. αυτός που είναι γεμάτος γάλα ή παρασκευάζεται με γάλα. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., γαλακτερά τα προϊόντα του γάλακτος: Στη νηστεία δεν τρώμε γαλακτερά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»